καθυστεροῦν

καθυστεροῦν
καθυστερέω
fall behind
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καθυστερέω
fall behind
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
καθυστερέω
fall behind
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καθυστερέω
fall behind
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθυστέρουν — καθῡστέρουν , καθυστερέω fall behind imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) καθῡστέρουν , καθυστερέω fall behind imperf ind act 1st sg (attic epic doric) καθυστερέω fall behind imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) καθυστερέω fall behind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • μαμμή — η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

  • ρέμορα — (remora). Οστεοϊχθύς, που χαρακτηρίζεται από μυζητικό δίσκο, που βρίσκεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Ο μυζητικός αυτός δίσκος αποτελείται από λεπίδες, οι οποίες, λυγίζοντας προς τα πίσω, μόλις το ζώο κολλάει πάνω σε άλλο ψάρι, δημιουργούν… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • ομότιμοι — (peers αγγλικά, pαirs γαλλικά). Η ονομασία προέρχεται από τη Μάγκνα Κάρτα (1215), όπου ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε –με την αρχική σημασία του ίσοι, λατ. pares– για να τονίσει ότι οι Άγγλοι ευγενείς έπρεπε να δικάζονται από τους ίσους τους. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”